Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


partitìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [partiˈtizmo]

1 κομματική πολιτική
2 κομματισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  partitico partitissima  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

partire (ρ. μτβ.)
partirsi (ρ.μ. (αντων.))
partita (θηλ.ουσ)
partitario (ουσ αρσ )
partitico (επίθ.)
partitismo (ουσ αρσ )
partitissima (θηλ.ουσ)
partitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
partito (ουσ αρσ )
partito (επίθ.)
partitocratico (επίθ.)
partitocrazia (θηλ.ουσ)
partitone (ουσ αρσ )
partitore (ουσ αρσ )
partitura (θηλ.ουσ)
partizione (θηλ.ουσ)
parto (ουσ αρσ )
parto (επίθ.)
partoriente (ουσ αρσ )
partoriente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---