Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpartìta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [parˈtita] 1 (carte, tennis) η παρτίδα 2 calcio ο αγώνας permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpartita [θηλ.] amichevole = το φιλικό ματς Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |