Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpartizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [partitˈtsjone] 1 κατάτμηση 2 μοιρασιά 3 μοίρασμα 4 διαίρεση 5 διαμέλιση 6 διαμελισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |