Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparzialità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [partsjaliˈta] 1 μεροληπτικότητα 2 μερικότητα 3 μεροληψία 4 μονομέρεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |