Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparzializzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [partsjalidˈdzare] 1 εμπλουτίζω μείγμα βενζίνης-αέρα (με το τσοκ) 2 διαιρώ σε τμήματα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |