Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparvenu
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [parveˈnu] 1 χρυσοκάνθαρος 2 αρχοντοχωριάτης 3 νεόπλουτος 4 οψίπλουτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |