Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pascàl  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pasˈkal]

1 μονάδα πίεσης ίση με 1 νιούτον ανά τετραγωνικό μέτρο
2 γλώσσα προγραμματισμού pascal


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parzialmente pascere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parzialità (θηλ.ουσ)
parzializzare (ρ. μτβ.)
parzializzatore (ουσ αρσ )
parzializzazione (θηλ.ουσ)
parzialmente (επίρ.)
pascal (ουσ αρσ )
pascere (ρ. μτβ.)
pascersi (ρ.μ. (αντων.))
pascià (ουσ αρσ )
pascialato (ουσ αρσ )
pasciona (θηλ.ουσ)
pasciuto (επίθ.)
pascolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pascolativo (επίθ.)
pascolo (ουσ αρσ )
pasqua (θηλ.ουσ)
pasquale (επίθ.)
pasquarosa (θηλ.ουσ)
pasquetta (θηλ.ουσ)
pasquinata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---