Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpascàl
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pasˈkal] 1 μονάδα πίεσης ίση με 1 νιούτον ανά τετραγωνικό μέτρο 2 γλώσσα προγραμματισμού pascal permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |