Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparzializzatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [partsjaliddzaˈtore] 1 συσκευή στενέματος ροής 2 τσοκ 3 βαλβίδα ρύθμισης αέρα μείγματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |