Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàscolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpaskolo]

η βοσκή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pascolativo pasqua  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pascialato (ουσ αρσ )
pasciona (θηλ.ουσ)
pasciuto (επίθ.)
pascolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pascolativo (επίθ.)
pascolo (ουσ αρσ )
pasqua (θηλ.ουσ)
pasquale (επίθ.)
pasquarosa (θηλ.ουσ)
pasquetta (θηλ.ουσ)
pasquinata (θηλ.ουσ)
passabile (επίθ.)
passabilmente (επίρ.)
passacavo (ουσ αρσ )
passafieno (ουσ αρσ )
passafili (ουσ αρσ )
passafino (ουσ αρσ )
passaggio (ουσ αρσ )
passamaneria (θηλ.ουσ)
passamano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---