Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


passacàvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,passaˈkavo]

1 δέστρα βαποριού
2 δέστρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  passabilmente passafieno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pasquarosa (θηλ.ουσ)
pasquetta (θηλ.ουσ)
pasquinata (θηλ.ουσ)
passabile (επίθ.)
passabilmente (επίρ.)
passacavo (ουσ αρσ )
passafieno (ουσ αρσ )
passafili (ουσ αρσ )
passafino (ουσ αρσ )
passaggio (ουσ αρσ )
passamaneria (θηλ.ουσ)
passamano (ουσ αρσ )
passamontagna (ουσ αρσ )
passanastro (ουσ αρσ )
passante (ουσ αρσ )
passante (επίθ.)
passaparola (ουσ αρσ )
passapatate (ουσ αρσ )
passaporto (ουσ αρσ )
passare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---