Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpassàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pasˈsadʤo] 1 το πέρασμα 2 sport η πάσα 3 (brano) το απόσπασμα 4 (galleria di negozi) η στοά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpassaggio [αρσ.] a livello = η ισόπεδη διάβαση || passaggio [αρσ.] pedonale = η διάβαση πεζών Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |