Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


passafièno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,passaˈfjɛno]

άνοιγμα (για ζωοτροφές)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  passacavo passafili  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pasquetta (θηλ.ουσ)
pasquinata (θηλ.ουσ)
passabile (επίθ.)
passabilmente (επίρ.)
passacavo (ουσ αρσ )
passafieno (ουσ αρσ )
passafili (ουσ αρσ )
passafino (ουσ αρσ )
passaggio (ουσ αρσ )
passamaneria (θηλ.ουσ)
passamano (ουσ αρσ )
passamontagna (ουσ αρσ )
passanastro (ουσ αρσ )
passante (ουσ αρσ )
passante (επίθ.)
passaparola (ουσ αρσ )
passapatate (ουσ αρσ )
passaporto (ουσ αρσ )
passare (ρ.αμτβ.)
passare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---