Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


passamontàgna  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,passamonˈtaɲɲa]

1 κουκούλα μάλλινη για όλο το κεφάλι με τρύπες μόνο για τα μάτια (για πολύ κρύο)
2 κουκούλα για όλο το κεφάλι με τρύπες μόνο για τα μάτια (για πολύ κρύο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  passamano passanastro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

passafili (ουσ αρσ )
passafino (ουσ αρσ )
passaggio (ουσ αρσ )
passamaneria (θηλ.ουσ)
passamano (ουσ αρσ )
passamontagna (ουσ αρσ )
passanastro (ουσ αρσ )
passante (ουσ αρσ )
passante (επίθ.)
passaparola (ουσ αρσ )
passapatate (ουσ αρσ )
passaporto (ουσ αρσ )
passare (ρ.αμτβ.)
passare (ρ. μτβ.)
passata (θηλ.ουσ)
passatello (αρσ. επίθ και ουσ)
passatempo (ουσ αρσ )
passatista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
passato (ουσ αρσ )
passato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---