Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpassafìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,passaˈfino] 1 μπορντούρα (ρούχου) 2 στρίφωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |