Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàscere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpaʃʃere] 1 διατρέφω ζώα 2 ταΐζω 3 παρέχω χόρτα ζωοτροφής 4 βόσκω 5 βάζω ζώα σε βοσκή pascersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ˈpaʃʃersi] 1 τρέφομαι 2 βόσκω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |