Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparziàle
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [parˈtsjale] 1 (limitato) μερικός (-ή, -ό) 2 (di parte) μεροληπτικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |