Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpartoriènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [partoˈrjɛnte] ετοιμόγεννη γυναίκα partoriènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [partoˈrjɛnte] 1 επίτοκος 2 ετοιμόγεννη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |