Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


partorìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [partoˈrire]

1 δημιουργώ
2 επινοώ
3 παράγω
4 γεννώ
5 τεκνοποιώ
6 τίκτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  partoriente party  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


stare per partorire = είμαι στις μέρες μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

partizione (θηλ.ουσ)
parto (ουσ αρσ )
parto (επίθ.)
partoriente (ουσ αρσ )
partoriente (επίθ.)
partorire (ρ. μτβ.)
party (ουσ αρσ )
parure (θηλ.ουσ)
parusia (θηλ.ουσ)
parvenu (ουσ αρσ )
parvenza (θηλ.ουσ)
parziale (επίθ.)
parzialità (θηλ.ουσ)
parzializzare (ρ. μτβ.)
parzializzatore (ουσ αρσ )
parzializzazione (θηλ.ουσ)
parzialmente (επίρ.)
pascal (ουσ αρσ )
pascere (ρ. μτβ.)
pascersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---