Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpartigianerìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [partiʤaneˈria] 1 φατριασμός 2 τυφλή αφοσίωση στο κόμμα 3 κομματισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |