Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparticolarìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [partikolaˈrizmo] 1 τάση απλοποίησης κοινωνικών φαινομένων 2 κομματικός ωφελιμισμός 3 μικροκομματισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |