Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparticolàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [partikoˈlare] (dettaglio) η λεπτομέρεια particolàre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [partikoˈlare] ιδιαίτερος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαin particolare = (specificamente) ειδικά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |