Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparterre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [parˈtɛr] 1 πίσω μέρος πλατείας θεάτρου 2 παρτέρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |