Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


particèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [partiˈʧɛlla]

1 μικρό πολύ τμήμα
2 μόριο (γραμματικό)
3 ψήγμα
4 μόριο
5 σωματίδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parterre participiale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

partenopeo (επίθ.)
partente (ουσ αρσ )
partente (επίθ.)
partenza (θηλ.ουσ)
parterre (ουσ αρσ )
particella (θηλ.ουσ)
participiale (επίθ.)
participio (ουσ αρσ )
particola (θηλ.ουσ)
particolare (ουσ αρσ )
particolare (επίθ.)
particolareggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
particolareggiato (επίθ.)
particolarismo (ουσ αρσ )
particolarista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
particolaristico (επίθ.)
particolarità (θηλ.ουσ)
particolarmente (επίρ.)
partigianeria (θηλ.ουσ)
partigianesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---