Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparticèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [partiˈʧɛlla] 1 μικρό πολύ τμήμα 2 μόριο (γραμματικό) 3 ψήγμα 4 μόριο 5 σωματίδιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |