Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parteggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [partedˈʤare]

1 συμπαρίσταμαι
2 παραστέκομαι
3 βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου
4 συμπαραστέκομαι
5 συντρέχω
6 υποστηρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  partecipe partenio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

partecipante (επίθ.)
partecipare (ρ.αμτβ.)
partecipare (ρ. μτβ.)
partecipazione (θηλ.ουσ)
partecipe (επίθ.)
parteggiare (ρ.αμτβ.)
partenio (ουσ αρσ )
partenogenesi (θηλ.ουσ)
partenogenetico (επίθ.)
Partenone (ουσ αρσ )
partenopeo (ουσ αρσ )
partenopeo (επίθ.)
partente (ουσ αρσ )
partente (επίθ.)
partenza (θηλ.ουσ)
parterre (ουσ αρσ )
particella (θηλ.ουσ)
participiale (επίθ.)
participio (ουσ αρσ )
particola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---