Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpartecipànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [parteʧiˈpante] πρόσωπο παριστάμενο partecipànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [parteʧiˈpante] 1 λαμβάνων μέρος 2 μετέχων 3 κοινωνός 4 μέτοχος 5 συμμέτοχος 6 συμμετέχων 7 παρών 8 που παίρνει μέρος 9 παριστάμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |