Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàrte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈparte]

το μέρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  partaccia partecipabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a parte ciò = εκτός απ' αυτό || a parte il fatto che = πλην του ότι || da nessuna parte = πουθενά || da parte a parte = πέρα για πέρα || da parte di = από μέρους || da qualche parte = κάπου || da questa parte = από δω || dalle parti di = κατά τη μεριά || d'altra parte = απ' την άλλη μεριά || fare la propria parte = κάνω το κομμάτι μου || fare parte = είμαι μέλος σε || la maggior parte [θηλ.] = οι περισσότεροι [m.] || mettere da parte = βάζω στην άκρη || prendere parte = παίρνω μέρος σε


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parruccone (ουσ αρσ )
parsec (ουσ αρσ )
parsimonia (θηλ.ουσ)
parsimonioso (επίθ.)
partaccia (θηλ.ουσ)
parte (θηλ.ουσ)
partecipabile (επίθ.)
partecipante (ουσ αρσ )
partecipante (επίθ.)
partecipare (ρ.αμτβ.)
partecipare (ρ. μτβ.)
partecipazione (θηλ.ουσ)
partecipe (επίθ.)
parteggiare (ρ.αμτβ.)
partenio (ουσ αρσ )
partenogenesi (θηλ.ουσ)
partenogenetico (επίθ.)
Partenone (ουσ αρσ )
partenopeo (ουσ αρσ )
partenopeo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---