Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparrocchétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [parrokˈketto] 1 παπαγάλος μικρός με μακριά ουρά 2 παρουκέτο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |