Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parrocchétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parrokˈketto]

1 παπαγάλος μικρός με μακριά ουρά
2 παρουκέτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parricidio parrocchia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parotite (θηλ.ουσ)
parquet (ουσ αρσ )
parricida (ουσ αρσ )
parricida (επίθ.)
parricidio (ουσ αρσ )
parrocchetto (ουσ αρσ )
parrocchia (θηλ.ουσ)
parrocchiale (θηλ. επίθ και ουσ)
parrocchialità (θηλ.ουσ)
parrocchiano (ουσ αρσ )
parroco (ουσ αρσ )
parrucca (θηλ.ουσ)
parruccaio (ουσ αρσ )
parrucchiera (θηλ.ουσ)
parrucchiere (ουσ αρσ )
parrucchino (ουσ αρσ )
parruccone (ουσ αρσ )
parsec (ουσ αρσ )
parsimonia (θηλ.ουσ)
parsimonioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---