Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parotìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [paroˈtite]

1 παρωτίτιδα
2 παραμαγούλα
3 μαγουλάδες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parotideo parquet  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parossismo (ουσ αρσ )
parossistico (επίθ.)
parossitono (επίθ.)
parotide (θηλ.ουσ)
parotideo (επίθ.)
parotite (θηλ.ουσ)
parquet (ουσ αρσ )
parricida (ουσ αρσ )
parricida (επίθ.)
parricidio (ουσ αρσ )
parrocchetto (ουσ αρσ )
parrocchia (θηλ.ουσ)
parrocchiale (θηλ. επίθ και ουσ)
parrocchialità (θηλ.ουσ)
parrocchiano (ουσ αρσ )
parroco (ουσ αρσ )
parrucca (θηλ.ουσ)
parruccaio (ουσ αρσ )
parrucchiera (θηλ.ουσ)
parrucchiere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---