Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparossìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [parosˈsizmo] 1 έξαψη 2 κρίση 3 ξέσπασμα 4 έκρηξη 5 παροξυσμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |