Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parolone  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paroˈlone]

μεγάλη κουβέντα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parolona paronichia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parolaio (ουσ αρσ )
parolaio (επίθ.)
parole (θηλ.ουσ)
paroliere (ουσ αρσ )
parolona (θηλ.ουσ)
parolone (ουσ αρσ )
paronichia (θηλ.ουσ)
paronimico (επίθ.)
paronimo (ουσ αρσ )
parossismo (ουσ αρσ )
parossistico (επίθ.)
parossitono (επίθ.)
parotide (θηλ.ουσ)
parotideo (επίθ.)
parotite (θηλ.ουσ)
parquet (ουσ αρσ )
parricida (ουσ αρσ )
parricida (επίθ.)
parricidio (ουσ αρσ )
parrocchetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---