Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàrroco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈparroko] 1 ιερέας 2 εφημέριος 3 δέσποτας 4 παπάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |