Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parmènse  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [parˈmɛnse]

1 καταγόμενος από την Πάρμα
2 κάτοικος της Πάρμας

parmènse  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [parˈmɛnse]

ο της Πάρμας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parlottio parmigiana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parlato (επίθ.)
parlatore (ουσ αρσ )
parlatorio (ουσ αρσ )
parlottare (ρ.αμτβ.)
parlottio (ουσ αρσ )
parmense (ουσ αρσ και θηλ.)
parmense (επίθ.)
parmigiana (θηλ.ουσ)
parmigiano (ουσ αρσ )
parmigiano (επίθ.)
parnasio (επίθ.)
parnaso (ουσ αρσ )
parnassianesimo (ουσ αρσ )
parnassiano (αρσ. επίθ και ουσ)
parodia (θηλ.ουσ)
parodiare (ρ. μτβ.)
parodico (επίθ.)
parodista (ουσ αρσ και θηλ.)
parodistico (επίθ.)
parodo (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---