Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parnàso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parˈnazo]

Παρνασσός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parnasio parnassianesimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parmense (επίθ.)
parmigiana (θηλ.ουσ)
parmigiano (ουσ αρσ )
parmigiano (επίθ.)
parnasio (επίθ.)
parnaso (ουσ αρσ )
parnassianesimo (ουσ αρσ )
parnassiano (αρσ. επίθ και ουσ)
parodia (θηλ.ουσ)
parodiare (ρ. μτβ.)
parodico (επίθ.)
parodista (ουσ αρσ και θηλ.)
parodistico (επίθ.)
parodo (ουσ αρσ και θηλ.)
parola (θηλ.ουσ)
parolaccia (θηλ.ουσ)
parolaio (ουσ αρσ )
parolaio (επίθ.)
parole (θηλ.ουσ)
paroliere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---