Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paròla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [paˈrɔla]

1 (facoltà) ο λόγος
2 (vocabolo) η λέξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parodo parolaccia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dire una parola buona = λέω καμμιά καλή κουβέντα || parola [θηλ.] d'ordine = ο κωδικός || parole [θηλ. πλυθ.] crociate = το σταυρόλεξο || rimangiarsi la parola = πέρνω πίσω τα λογιά μου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parodiare (ρ. μτβ.)
parodico (επίθ.)
parodista (ουσ αρσ και θηλ.)
parodistico (επίθ.)
parodo (ουσ αρσ και θηλ.)
parola (θηλ.ουσ)
parolaccia (θηλ.ουσ)
parolaio (ουσ αρσ )
parolaio (επίθ.)
parole (θηλ.ουσ)
paroliere (ουσ αρσ )
parolona (θηλ.ουσ)
parolone (ουσ αρσ )
paronichia (θηλ.ουσ)
paronimico (επίθ.)
paronimo (ουσ αρσ )
parossismo (ουσ αρσ )
parossistico (επίθ.)
parossitono (επίθ.)
parotide (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---