Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparòla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [paˈrɔla] 1 (facoltà) ο λόγος 2 (vocabolo) η λέξη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdire una parola buona = λέω καμμιά καλή κουβέντα || parola [θηλ.] d'ordine = ο κωδικός || parole [θηλ. πλυθ.] crociate = το σταυρόλεξο || rimangiarsi la parola = πέρνω πίσω τα λογιά μου Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |