Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parodìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paroˈdistiko]

1 ο της παρωδίας
2 ο της διακωμώδησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parodista parodo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parnassiano (αρσ. επίθ και ουσ)
parodia (θηλ.ουσ)
parodiare (ρ. μτβ.)
parodico (επίθ.)
parodista (ουσ αρσ και θηλ.)
parodistico (επίθ.)
parodo (ουσ αρσ και θηλ.)
parola (θηλ.ουσ)
parolaccia (θηλ.ουσ)
parolaio (ουσ αρσ )
parolaio (επίθ.)
parole (θηλ.ουσ)
paroliere (ουσ αρσ )
parolona (θηλ.ουσ)
parolone (ουσ αρσ )
paronichia (θηλ.ουσ)
paronimico (επίθ.)
paronimo (ουσ αρσ )
parossismo (ουσ αρσ )
parossistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---