Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parlàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parˈlato]

1 διάλογος
2 τμήμα όπερας που μιλιέται
3 φιλμ με ομιλία

parlàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [parˈlato]

1 μιλημένος
2 μιλητός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parlata parlatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parlantina (θηλ.ουσ)
parlare (ουσ αρσ )
parlare (ρ.αμτβ.)
parlare (ρ. μτβ.)
parlata (θηλ.ουσ)
parlato (ουσ αρσ )
parlato (επίθ.)
parlatore (ουσ αρσ )
parlatorio (ουσ αρσ )
parlottare (ρ.αμτβ.)
parlottio (ουσ αρσ )
parmense (ουσ αρσ και θηλ.)
parmense (επίθ.)
parmigiana (θηλ.ουσ)
parmigiano (ουσ αρσ )
parmigiano (επίθ.)
parnasio (επίθ.)
parnaso (ουσ αρσ )
parnassianesimo (ουσ αρσ )
parnassiano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---