Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparlàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [parˈlare] 1 γλώσσα 2 λόγος 3 λόγια 4 κουβέντα 5 ομιλία 6 λαλιά 7 διάλεκτος 8 μίλημα parlàre ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [parˈlare] μιλώ, ομιλώ, λέω parlàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [parˈlare] μιλώ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαparlare a sproposito = μιλώ απερίσκεπτα || parlare a vanvera = μιλώ στα κουτουρού || parlare correntemente una lingua = μιλάω με ευχέρια μιά γλώσσα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |