Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parlottìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parlotˈtio]

1 μουρμούρα
2 μουρμουρητό
3 μουρμούρισμα
4 ψίθυρος
5 σούσουρο
6 ψιθύρισμα
7 ψιθυρισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parlottare parmense  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parlato (ουσ αρσ )
parlato (επίθ.)
parlatore (ουσ αρσ )
parlatorio (ουσ αρσ )
parlottare (ρ.αμτβ.)
parlottio (ουσ αρσ )
parmense (ουσ αρσ και θηλ.)
parmense (επίθ.)
parmigiana (θηλ.ουσ)
parmigiano (ουσ αρσ )
parmigiano (επίθ.)
parnasio (επίθ.)
parnaso (ουσ αρσ )
parnassianesimo (ουσ αρσ )
parnassiano (αρσ. επίθ και ουσ)
parodia (θηλ.ουσ)
parodiare (ρ. μτβ.)
parodico (επίθ.)
parodista (ουσ αρσ και θηλ.)
parodistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---