Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparlottìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [parlotˈtio] 1 μουρμούρα 2 μουρμουρητό 3 μουρμούρισμα 4 ψίθυρος 5 σούσουρο 6 ψιθύρισμα 7 ψιθυρισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |