Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parlamentarìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parlamentaˈrizmo]

κοινοβουλευτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parlamentare parlamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parkinsonismo (ουσ αρσ )
parlabile (επίθ.)
parlamentare (ουσ αρσ και θηλ.)
parlamentare (επίθ.)
parlamentare (ρ.αμτβ.)
parlamentarismo (ουσ αρσ )
parlamento (ουσ αρσ )
parlante (ουσ αρσ και θηλ.)
parlante (επίθ.)
parlantina (θηλ.ουσ)
parlare (ουσ αρσ )
parlare (ρ.αμτβ.)
parlare (ρ. μτβ.)
parlata (θηλ.ουσ)
parlato (ουσ αρσ )
parlato (επίθ.)
parlatore (ουσ αρσ )
parlatorio (ουσ αρσ )
parlottare (ρ.αμτβ.)
parlottio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---