Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparkinsonìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [parkinsoˈnizmo] 1 ασθένεια Πάρκινσον 2 παρκινσονισμός 3 νόσος του Πάρκινσον permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |