Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parkerizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [parkeriddzatˈtsjone]

αντιδιαβρωτική προστασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parkerizzare parkinsoniano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parisillabo (επίθ.)
parita (θηλ.ουσ)
paritario (επίθ.)
paritetico (επίθ.)
parkerizzare (ρ. μτβ.)
parkerizzazione (θηλ.ουσ)
parkinsoniano (αρσ. επίθ και ουσ)
parkinsonismo (ουσ αρσ )
parlabile (επίθ.)
parlamentare (ουσ αρσ και θηλ.)
parlamentare (επίθ.)
parlamentare (ρ.αμτβ.)
parlamentarismo (ουσ αρσ )
parlamento (ουσ αρσ )
parlante (ουσ αρσ και θηλ.)
parlante (επίθ.)
parlantina (θηλ.ουσ)
parlare (ουσ αρσ )
parlare (ρ.αμτβ.)
parlare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---