Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pàlpo (ουσ αρσ ) panamericanìsmo (ουσ αρσ )
paltoncìno (ουσ αρσ ) panamericàno (επίθ.)
paludaménto (ουσ αρσ ) pananglicano (επίθ.)
paludàre (ρ. μτβ.) panarabìsmo (ουσ αρσ )
paludarsi (ρ.μ. (αντων.)) panàrabo (αρσ. επίθ και ουσ)
paludàto (επίθ.) panàre (ρ. μτβ.)
palùde (θηλ.ουσ) panàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
paludìsmo (ουσ αρσ ) panasianismo (ουσ αρσ )
paludóso (επίθ.) panasiàtico (επίθ.)
palùstre (επίθ.) panasiatìsmo (ουσ αρσ )
pam (επιφ.) panàta (θηλ.ουσ)
pamèla (θηλ.ουσ) panàtica (θηλ.ουσ)
pampa (θηλ.ουσ) panàto (επίθ.)
pampeàno (αρσ. επίθ και ουσ) pànca (θηλ.ουσ)
pampìneo (επίθ.) pancàccio (ουσ αρσ )
pàmpino (ουσ αρσ ) pancarrè, pancarré (ουσ αρσ )
pampinóso (επίθ.) pancàta (θηλ.ουσ)
pampsichìsmo (ουσ αρσ ) pancétta (θηλ.ουσ)
panacèa (θηλ.ουσ) panchétto (ουσ αρσ )
panafricanìsmo (ουσ αρσ ) panchìna (θηλ.ουσ)
panafricanìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) pància (θηλ.ουσ)
panafricàno (επίθ.) panciàta (θηλ.ουσ)
pànama (ουσ αρσ ) pancièra (θηλ.ουσ)
panamènse (ουσ αρσ και θηλ.) pancióne (ουσ αρσ )
panamènse (επίθ.) panciòtto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: