Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paleocristiàno (επίθ.) palestìna (θηλ.ουσ)
paleogène, paleògene (ουσ αρσ ) palestinése (ουσ αρσ )
paleogenetica (θηλ.ουσ) palestinése (επίθ.)
paleogeofisica (θηλ.ουσ) palèstra (θηλ.ουσ)
paleogeografìa (θηλ.ουσ) palestrìta (ουσ αρσ )
paleografìa (θηλ.ουσ) paletnologìa (θηλ.ουσ)
paleogràfico (επίθ.) paletnològico (επίθ.)
paleògrafo (ουσ αρσ ) paletnòlogo (ουσ αρσ )
paleolìtico (ουσ αρσ ) palétta (θηλ.ουσ)
paleolìtico (επίθ.) palettàre (ρ. μτβ.)
paleontologìa (θηλ.ουσ) palettàta (θηλ.ουσ)
paleontològico (επίθ.) palettatùra (θηλ.ουσ)
paleontòlogo (ουσ αρσ ) palétto (ουσ αρσ )
paleopatologìa (θηλ.ουσ) palificàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
paleozòico (ουσ αρσ ) palificazióne (θηλ.ουσ)
paleozòico (επίθ.) palifrasìa (θηλ.ουσ)
paleozoologìa (θηλ.ουσ) palilalìa (θηλ.ουσ)
paleozoòlogo (ουσ αρσ ) palìna (θηλ.ουσ)
palermitàno (αρσ. επίθ και ουσ) palindròmico (επίθ.)
palesaménto (ουσ αρσ ) palìndromo (αρσ. επίθ και ουσ)
palesàre (ρ. μτβ.) palingènesi (θηλ.ουσ)
palesarsi (ρ.μ. (αντων.)) palinodìa (θηλ.ουσ)
palesatóre (ουσ αρσ ) palinsèsto (ουσ αρσ )
palése (επίθ.) pàlio (ουσ αρσ )
paleseménte (επίρ.) paliòtto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: