Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paleopatologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,paleopatoloˈʤia]

παλαιοπαθολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paleontologo paleozoico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paleolitico (ουσ αρσ )
paleolitico (επίθ.)
paleontologia (θηλ.ουσ)
paleontologico (επίθ.)
paleontologo (ουσ αρσ )
paleopatologia (θηλ.ουσ)
paleozoico (ουσ αρσ )
paleozoico (επίθ.)
paleozoologia (θηλ.ουσ)
paleozoologo (ουσ αρσ )
palermitano (αρσ. επίθ και ουσ)
palesamento (ουσ αρσ )
palesare (ρ. μτβ.)
palesarsi (ρ.μ. (αντων.))
palesatore (ουσ αρσ )
palese (επίθ.)
palesemente (επίρ.)
palestina (θηλ.ουσ)
palestinese (ουσ αρσ )
palestinese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---