Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paleogène, paleògene  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paleoˈʤɛne], [paleˈɔʤene]

παλαιογενής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paleocristiano paleogenetica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paleobotanica (θηλ.ουσ)
paleocene (ουσ αρσ )
paleoclima (ουσ αρσ )
paleoclimatologia (θηλ.ουσ)
paleocristiano (επίθ.)
paleogene (ουσ αρσ )
paleogenetica (θηλ.ουσ)
paleogeofisica (θηλ.ουσ)
paleogeografia (θηλ.ουσ)
paleografia (θηλ.ουσ)
paleografico (επίθ.)
paleografo (ουσ αρσ )
paleolitico (ουσ αρσ )
paleolitico (επίθ.)
paleontologia (θηλ.ουσ)
paleontologico (επίθ.)
paleontologo (ουσ αρσ )
paleopatologia (θηλ.ουσ)
paleozoico (ουσ αρσ )
paleozoico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---