Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottagonàle (επίθ.) ottenìbile (επίθ.)
ottàgono (αρσ. επίθ και ουσ) otteniménto (ουσ αρσ )
ottàmetro (ουσ αρσ ) ottènne (ουσ αρσ )
ottangolàre (επίθ.) ottènne (θηλ.ουσ)
ottànico (επίθ.) ottènne (επίθ.)
ottàno (ουσ αρσ ) ottentòtto (αρσ. επίθ και ουσ)
ottànta (επίθ.) ottétto (ουσ αρσ )
ottànte (ουσ αρσ ) òttica (θηλ.ουσ)
ottantènne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) òttico (ουσ αρσ )
ottantènnio (ουσ αρσ ) òttico (επίθ.)
ottantèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.) ottimàle (επίθ.)
ottantìna (θηλ.ουσ) ottimalizzàre (ρ. μτβ.)
ottàstilo (επίθ.) ottimalizzazióne (θηλ.ουσ)
ottatìvo (αρσ. επίθ και ουσ) ottimaménte (επίρ.)
ottàva (θηλ.ουσ) ottimìsmo (ουσ αρσ )
ottavìno (ουσ αρσ ) ottimìsta (επίθ.)
ottàvo (ουσ αρσ ) ottimìstico (επίθ.)
ottàvo (επίθ.) ottimizzàre (ρ. μτβ.)
ottemperànte (επίθ.) ottimizzazióne (θηλ.ουσ)
ottemperànza (θηλ.ουσ) òttimo (ουσ αρσ )
ottemperàre (ρ.αμτβ.) òttimo (επίθ.)
ottenebraménto (ουσ αρσ ) òtto (επίθ.)
ottenebràre (ρ. μτβ.) òtto ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ottenebrarsi (ρ.μ. (αντων.)) ottobràta (θηλ.ουσ)
ottenére (ρ. μτβ.) ottóbre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: