Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orecchióni (ουσ αρσ πληθ.) orgànico (επίθ.)
orecchiùto (επίθ.) organigràmma (ουσ αρσ )
oréfice (ουσ αρσ και θηλ.) organìno (ουσ αρσ )
oreficerìa (θηλ.ουσ) organìsmo (ουσ αρσ )
oreria (θηλ.ουσ) organìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
Orèste (κύρ.όν. αρσ.) organìstico (επίθ.)
Orestèade (κύρ.όν. θηλ.) organizzàre (ρ. μτβ.)
Orestiade (κύρ.όν. θηλ.) organizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
òrfana (θηλ.ουσ) organizzatìvo (επίθ.)
orfanèlla (θηλ.ουσ) organizzàto (ουσ αρσ )
òrfano (ουσ αρσ ) organizzàto (επίθ.)
òrfano (επίθ.) organizzatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
orfanotròfio (ουσ αρσ ) organizzazióne (θηλ.ουσ)
orfèo (ουσ αρσ ) òrgano (ουσ αρσ )
òrfico (αρσ. επίθ και ουσ) organogènesi (θηλ.ουσ)
orfìsmo (ουσ αρσ ) organogenìa (θηλ.ουσ)
organàio (ουσ αρσ ) organogènico (επίθ.)
organdi (ουσ αρσ ) organògeno (επίθ.)
orgàndis (ουσ αρσ ) organografìa (θηλ.ουσ)
organétto (ουσ αρσ ) organogràfico (επίθ.)
orgànica (θηλ.ουσ) organolèttico (επίθ.)
organicaménte (επίρ.) organologìa (θηλ.ουσ)
organicìsmo (ουσ αρσ ) organològico (επίθ.)
organicità (θηλ.ουσ) organometàllico (επίθ.)
orgànico (ουσ αρσ ) organometàllo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: