Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

odissèa (θηλ.ουσ) odorizzàre (ρ. μτβ.)
odissèo (ουσ αρσ ) odoróso (επίθ.)
odògrafo (αρσ. επίθ και ουσ) Ofèlia (κύρ.όν. θηλ.)
odòmetro (ουσ αρσ ) ofelimità (θηλ.ουσ)
odonomàstica (θηλ.ουσ) òffa (θηλ.ουσ)
odontalgìa (θηλ.ουσ) offèndere (ρ. μτβ.)
odontàlgico (επίθ.) offendìbile (επίθ.)
odontogènesi (θηλ.ουσ) offensìva (θηλ.ουσ)
odontoiàtra (ουσ αρσ και θηλ.) offensìvo (επίθ.)
odontoiatrìa (θηλ.ουσ) offensóre (ουσ αρσ )
odontoiàtrico (επίθ.) offerènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
odontolìte (θηλ.ουσ) offèrta (θηλ.ουσ)
odontologìa (θηλ.ουσ) offertòrio (ουσ αρσ )
odontològico (επίθ.) offésa (θηλ.ουσ)
odontòmetro (ουσ αρσ ) offéso (αρσ. επίθ και ουσ)
odontotècnica (θηλ.ουσ) office (ουσ αρσ )
odontotècnico (ουσ αρσ ) officiànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
odontotècnico (επίθ.) officiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
odoràre (ρ.αμτβ.) officìna (θηλ.ουσ)
odoràre (ρ. μτβ.) officinàle (επίθ.)
odoràto (ουσ αρσ ) offìcio (ουσ αρσ )
odoràto (επίθ.) officiosità (θηλ.ουσ)
odóre (ουσ αρσ ) officióso (επίθ.)
odorìfero (επίθ.) offrìre (ρ. μτβ.)
odorìno (ουσ αρσ ) offrirsi (ρ.μ. (αντων.))

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: