Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minotàuro (ουσ αρσ ) mìo (αντων.)
minuèndo (ουσ αρσ ) miocardìa (θηλ.ουσ)
minuétto (ουσ αρσ ) miocàrdico (επίθ.)
minùgia (θηλ.ουσ) miocàrdio (ουσ αρσ )
minùscola (θηλ.ουσ) miocardìte (θηλ.ουσ)
minùscolo (ουσ αρσ ) miocène (ουσ αρσ )
minùscolo (επίθ.) miocènico (ουσ αρσ )
minùta (θηλ.ουσ) miocènico (επίθ.)
minutàglia (θηλ.ουσ) miografìa (θηλ.ουσ)
minutaménte (επίρ.) miògrafo (ουσ αρσ )
minutànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) miologìa (θηλ.ουσ)
minutàre (ρ. μτβ.) miològico (επίθ.)
minuterìa (θηλ.ουσ) miòma (ουσ αρσ )
minutézza (θηλ.ουσ) miopatìa (θηλ.ουσ)
minùto (ουσ αρσ ) miopàtico (αρσ. επίθ και ουσ)
minùto (επίθ.) mìope (ουσ αρσ και θηλ.)
minùzia (θηλ.ουσ) mìope (επίθ.)
minuziosàggine (θηλ.ουσ) miopìa (θηλ.ουσ)
minuziosaménte (επίρ.) miòpico (επίθ.)
minuziosità (θηλ.ουσ) mioressìa (θηλ.ουσ)
minuzióso (επίθ.) miorilassànte (επίθ.)
minuzzàglia (θηλ.ουσ) miorrèssi (θηλ.ουσ)
minùzzolo (ουσ αρσ e επίρ.) mioscleròsi, miosclèrosi (θηλ.ουσ)
minzióne (θηλ.ουσ) miòsi (θηλ.ουσ)
mìo (επίθ.) miosìna (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: