Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

medicinàle (ουσ αρσ ) meditàto (επίθ.)
medicinàle (επίθ.) meditazióne (θηλ.ουσ)
mèdico (ουσ αρσ ) mediterràneo (ουσ αρσ )
mèdico (επίθ.) mèdium (ουσ αρσ και θηλ.)
medicochirùrgico (επίθ.) medùsa (θηλ.ουσ)
medievàle (επίθ.) meeting (ουσ αρσ )
medievalìsmo (ουσ αρσ ) mefìsto (ουσ αρσ )
medievalìsta (ουσ αρσ και θηλ.) Mefistófele (ουσ αρσ )
mèdio (ουσ αρσ ) mefistofèlico (επίθ.)
mèdio (επίθ.) mefìte (θηλ.ουσ)
mediòcre (ουσ αρσ ) mefìtico (επίθ.)
mediòcre (επίθ.) megacìclo (ουσ αρσ )
mediocrédito (ουσ αρσ ) megàfono (ουσ αρσ )
mediocreménte (επίρ.) megahertz (ουσ αρσ )
mediocrità (θηλ.ουσ) megalìte (ουσ αρσ )
medioevàle (επίθ.) megalìtico (επίθ.)
medioèvo (ουσ αρσ ) megalocardìa (θηλ.ουσ)
medioleggèro (ουσ αρσ ) megalocefalìa (θηλ.ουσ)
mediomàssimo (ουσ αρσ ) megalocèfalo (αρσ. επίθ και ουσ)
medio-orientale (επίθ.) megalòmane (ουσ αρσ και θηλ.)
meditabóndo (επίθ.) megalòmane (επίθ.)
meditàre (ρ.αμτβ.) megalomanìa (θηλ.ουσ)
meditàre (ρ. μτβ.) megalòpoli (θηλ.ουσ)
meditataménte (επίρ.) megaòhm (ουσ αρσ )
meditatìvo (επίθ.) megaòhmmetro (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: